προσκρίνεσθαι

προσκρίνεσθαι
προσκρί̱νεσθαι , πρόσ-κρίνω
separate
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσκρίνω — Α [κρίνω] 1. επιδικάζω 2. προδικάζω 3. παθ. προσκρίνομαι α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.) β) (φιλοσ.) ενώνομαι με κάτι, αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”